- κυματόθριξ
- και κυμόθριξ, -άτριχος, ο1. αυτός που έχει κυματιστά μαλλιά ή γένια2. ο πληθ. ως ουσ. οι κυματότριχεςμια από τις τρεις κατηγορίες στις οποίες διακρίνονται οι άνθρωποι με βάση τον σχηματισμό τών μαλλιών τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -θριξ (< θρίξ), πρβλ. ουλό-θριξ, φυκό-θριξ].
Dictionary of Greek. 2013.